- υποσκίαση
- ηαπαλή σκίαση, ελαφρός, συσκοτισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποσκίαση — η / ὑποσκίασις, άσεως, ΝΑ [ὑποσκιάζω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποσκιάζω αρχ. ο γύρω από την σκιά χώρος, ο οποίος φωτίζεται από μέρος μόνον τών ακτίνων φωτεινής πηγής … Dictionary of Greek
υποσκίασμα — το, Ν 1. υποσκίαση 2. αμυδρό φως 3. αστρον. το κατά τις εκλείψεις τής σελήνης τμήμα τού δίσκου της, το οποίο δεν αποκρύπτεται εξ ολοκλήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποσκιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασ. Λάκωνα] … Dictionary of Greek